πίθηκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πίθηκος οι πίθηκοι
      γενική του πίθηκου
& πιθήκου
των πίθηκων
& πιθήκων
    αιτιατική τον πίθηκο τους πίθηκους
& πιθήκους
     κλητική πίθηκε πίθηκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίθηκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

πίθηκος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) πρωτεύων θηλαστικό που ανήκει στην υπεροικογένεια των Aνθρωποειδών (π.χ. γίββωνας, χιμπατζής, ουραγκοτάγκος, άνθρωπος).
  2. (μεταφορικά) άσχημος άντρας, συνήθως πολυ τριχωτός

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πίθηκος < αβέβαιης ετυμολογίας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πίθηκος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.