πίθηκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πίθηκος | οι | πίθηκοι |
| γενική | του | πίθηκου & πιθήκου |
των | πίθηκων & πιθήκων |
| αιτιατική | τον | πίθηκο | τους | πίθηκους & πιθήκους |
| κλητική | πίθηκε | πίθηκοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πίθηκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
πίθηκος αρσενικό
Παράγωγα
Σύνθετα
- ανθρωποπίθηκος
- Αυστραλοπίθηκος
- πιθηκάνθρωπος
- πιθηκοειδής
- πιθηκόμορφος
- πιθηκομούρης
-
πίθηκος στη Βικιπαίδεια

- μπίθηκας
Μεταφράσεις
πίθηκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- πίθηκος < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- πίθηκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίθηκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.