πιθηκομούρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθηκομούρης η πιθηκομούρα το πιθηκομούρικο
      γενική του πιθηκομούρη της πιθηκομούρας του πιθηκομούρικου
    αιτιατική τον πιθηκομούρη την πιθηκομούρα το πιθηκομούρικο
     κλητική πιθηκομούρη πιθηκομούρα πιθηκομούρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθηκομούρηδες οι πιθηκομούρες τα πιθηκομούρικα
      γενική των πιθηκομούρηδων των πιθηκομούρικων
    αιτιατική τους πιθηκομούρηδες τις πιθηκομούρες τα πιθηκομούρικα
     κλητική πιθηκομούρηδες πιθηκομούρες πιθηκομούρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιθηκομούρης < πίθηκος + -ο- + μούρη + -ης

Επίθετο

πιθηκομούρης

Πηγές

  • πιθηκομούρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πιθηκομούρης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.