ape

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
ape apes

Ουσιαστικό

ape (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) μεγαλόσωμος πίθηκος χωρίς ουρά
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς καλούς τρόπους



Ιντερλίνγκουα (ia)

Ουσιαστικό

ape (ia)



Ιταλικά (it)

      ενικός         πληθυντικός  
ape api

Ετυμολογία

ape < λατινική apem

Ουσιαστικό

ape (it)

  1. (έντομο) μέλισσα
  2. (έντομο) γένος εντόμων
  3. εραλδικό σύμβολο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.