πρωτεύων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτεύων
& πρωτεύοντας
η πρωτεύουσα το πρωτεύον
      γενική του πρωτεύοντος
& πρωτεύοντα
της πρωτεύουσας
& πρωτευούσης*
του πρωτεύοντος
    αιτιατική τον πρωτεύοντα την πρωτεύουσα το πρωτεύον
     κλητική πρωτεύων
& πρωτεύοντα
πρωτεύουσα πρωτεύον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτεύοντες οι πρωτεύουσες τα πρωτεύοντα
      γενική των πρωτευόντων των πρωτευουσών των πρωτευόντων
    αιτιατική τους πρωτεύοντες τις πρωτεύουσες τα πρωτεύοντα
     κλητική πρωτεύοντες πρωτεύουσες πρωτεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτεύων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρωτεύω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική principal [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈte.von/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτεύων

Μετοχή

πρωτεύων, -ουσα, -ον

  • (λόγιο) αυτός που πρωτεύει
    παίζει πρωτεύοντα ρόλο

Συγγενικά

  • πρωτεύουσα (ουσιαστικοποιημένο θηλυκό)
  • Πρωτεύοντα (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό)
  • πρωτεύοντας (άκλιτη μετοχή)
  • πρωτευοντολόγος

 και δείτε τις λέξεις πρωτεύω και πρώτος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.