χιμπατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιμπατζής | οι | χιμπατζήδες |
| γενική | του | χιμπατζή | των | χιμπατζήδων |
| αιτιατική | τον | χιμπατζή | τους | χιμπατζήδες |
| κλητική | χιμπατζή | χιμπατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μητέρα χιμπατζής με το μωρό της.
Ετυμολογία
- χιμπατζής < χιμπαντζής < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική chimpanzee < προέλευσης από γλώσσες μπαντού ci-mpenzi [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.baˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐μπα‐τζής
Ουσιαστικό
χιμπατζής αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μεγάλος δενδρόβιος πίθηκος που ζει στη δυτική Αφρική
- (μεταφορικά) δύσμορφος άνθρωπος
-
χιμπατζής στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- χιμπατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.