ανθρωποπίθηκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρωποπίθηκος οι ανθρωποπίθηκοι
      γενική του ανθρωποπίθηκου
& ανθρωποπιθήκου
των ανθρωποπίθηκων
& ανθρωποπιθήκων
    αιτιατική τον ανθρωποπίθηκο τους ανθρωποπίθηκους
& ανθρωποπιθήκους
     κλητική ανθρωποπίθηκε ανθρωποπίθηκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωποπίθηκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Anthropopithecus, συνώνυμο του Homo erectus[1] < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος (ανθρωπο-) + πίθηκος

Ουσιαστικό

ανθρωποπίθηκος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.