γίββωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γίββωνας | οι | γίββωνες |
| γενική | του | γίββωνα | των | γίββωνων |
| αιτιατική | τον | γίββωνα | τους | γίββωνες |
| κλητική | γίββωνα | γίββωνες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γίββωνες τις νοτιοανατολικής ασίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.