singe

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
singe singes

singe (en)

Ρήμα

ενεστώτας singe
γ΄ ενικό ενεστώτα singes
αόριστος singed
παθητική μετοχή singed
ενεργητική μετοχή singeing

singe (en)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
singe singes

Προφορά

 

Ουσιαστικό

singe (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος, η μαϊμού
  2. (μεταφορικά) άσχημος, κακοφτιαγμένος άνθρωπος
  3. (λαϊκότροπο) το αφεντικό
  4. (οικείο) βοδινό κρέας σε κονσέρβα

Εκφράσεις

Παροιμίες

  • on n'apprend pas à un vieux singe à faire la grimace - δεν χρειάζεται να μαθαίνεις κόλπα σε κάποιον έμπειρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.