πιθηκόμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθηκόμορφος η πιθηκόμορφη το πιθηκόμορφο
      γενική του πιθηκόμορφου της πιθηκόμορφης του πιθηκόμορφου
    αιτιατική τον πιθηκόμορφο την πιθηκόμορφη το πιθηκόμορφο
     κλητική πιθηκόμορφε πιθηκόμορφη πιθηκόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθηκόμορφοι οι πιθηκόμορφες τα πιθηκόμορφα
      γενική των πιθηκόμορφων των πιθηκόμορφων των πιθηκόμορφων
    αιτιατική τους πιθηκόμορφους τις πιθηκόμορφες τα πιθηκόμορφα
     κλητική πιθηκόμορφοι πιθηκόμορφες πιθηκόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιθηκόμορφος < ελληνιστική κοινή πιθηκόμορφος < αρχαία ελληνική πίθηκος + μορφή ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική pithecomorphic)

Επίθετο

πιθηκόμορφος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.