πέστροφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πέστροφα | οι | πέστροφες |
| γενική | της | πέστροφας | — | |
| αιτιατική | την | πέστροφα | τις | πέστροφες |
| κλητική | πέστροφα | πέστροφες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πέστροφα < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική пъстърва (păstắrva, παρδαλή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.stɾo.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐στρο‐φα
Ουσιαστικό

η πέστροφα ουράνιο τόξο
πέστροφα θηλυκό
-
πέστροφα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πέστροφα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.