σολομός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σολομός | οι | σολομοί |
| γενική | του | σολομού | των | σολομών |
| αιτιατική | τον | σολομό | τους | σολομούς |
| κλητική | σολομέ | σολομοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αναπαράσταση σολομού
_Baked_salmon_and_chips.jpg.webp)
ψητός σολομός με πατάτες τηγανητές
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.loˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐λο‐μός
- ομόηχα: Σολομός, Σολωμός
Ουσιαστικό
σολομός αρσενικό
- ψάρι που συναντάται σε κρυα νερά του Βόρειου Ημισφαιρίου, αλλά και σε ποτάμια
- Σολομός (επώνυμο)
- σομόν
-
σολομός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σολομός
|
Αναφορές
- σολομός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.