πάρκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάρκο | τα | πάρκα |
| γενική | του | πάρκου | των | πάρκων |
| αιτιατική | το | πάρκο | τα | πάρκα |
| κλητική | πάρκο | πάρκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πάρκο (1)

πάρκο (2)
Ετυμολογία
- πάρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική parco < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)
- πάρκο < (άμεσο δάνειο) γαλλική parc < μέση γαλλική parc < παλαιά γαλλική parc < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpaɾ.ko/
Ουσιαστικό
πάρκο ουδέτερο
Συγγενικά
- λούνα παρκ
- παρκάκι
- παρκάρισμα
- παρκάρω
- → δείτε τη λέξη παρκέ
Πολυλεκτικοί όροι
- αρχαιολογικό πάρκο
- βιομηχανικό πάρκο
- εθνικό πάρκο
-
πάρκο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
χώρος αναψυχής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.