box
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- box < box-calf < Joseph Box (αμερικανός παραγωγός για μπότες) + calf (μοσχάρι)
- box < box (κουτί)
- box < Freebox, συσκευή μόντεμ της γαλλικής εταιρείας Free < free + box
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| box | box |
box (fr) αρσενικό
- μοσχαρίσιο δέρμα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή παπουτσιών, σάκων, κ.α.
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| box | box |
box (fr) αρσενικό
- μέρος ενός γκαράζ για τη στάθμευση ενός αυτοκινήτου
- μέρος ενός στάβλου όπου βρίσκεται ένα μόνο άλογο
- τμήμα ενός μεγάλου κοινόχρηστου χώρου που περιβάλλεται από κινητά χωρίσματα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| box | box |
box (fr) θηλυκό
- ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας (τηλέφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.