παρκέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρκέ < γαλλική parquet < parc + -et < παλαιά γαλλική parc < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾˈce/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐κέ
Ουσιαστικό
παρκέ ουδέτερο άκλιτο
- πάτωμα από λειασμένες σανίδες τυποποιημένων διαστάσεων
- (κατ’ επέκταση) το δάπεδο ενός γηπέδου (μπάσκετ, βόλεϊ κ.λπ.)
Συγγενικά
- παρκετάρισμα
- παρκεταρισμένος
- παρκετάρω
- παρκετέζα
- παρκέτο
- παρκετίνη
- → δείτε τη λέξη πάρκο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.