παρκάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

Πινακίδα που απαγορεύει το παρκάρισμα.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρκάρισμα τα παρκαρίσματα
      γενική του παρκαρίσματος των παρκαρισμάτων
    αιτιατική το παρκάρισμα τα παρκαρίσματα
     κλητική παρκάρισμα παρκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρκάρισμα < παρκάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

παρκάρισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παρκάρω
  2. άραγμα σε χώρο στάθμευσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.