παρκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)

Πινακίδα που απαγορεύει το παρκάρισμα.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρκάρισμα | τα | παρκαρίσματα |
| γενική | του | παρκαρίσματος | των | παρκαρισμάτων |
| αιτιατική | το | παρκάρισμα | τα | παρκαρίσματα |
| κλητική | παρκάρισμα | παρκαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.