λούνα παρκ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
λούνα παρκ ουδέτερο άκλιτο
- χώρος, όπου είναι εγκατεστημένα διάφορα παιχνίδια και μέσα ψυχαγωγίας, διασκέδαση και πρόχειρης εστίασης των μικρών και μεγάλων επισκεπτών του
Μεταφράσεις
λούνα παρκ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
