ουίσκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ουίσκι | τα | ουίσκια |
| γενική | του | ουισκιού | των | ουισκιών |
| αιτιατική | το | ουίσκι | τα | ουίσκια |
| κλητική | ουίσκι | ουίσκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /uˈi.sci/
Ουσιαστικό
ουίσκι ουδέτερο
- οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από καρπούς δημητριακών· έχει καστανό χρώμα και μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
- (συνεκδοχικά) ένα ποτήρι με αυτό το ποτό
Σημειώσεις
- το ουσιαστικό αυτό άλλοτε παραμένει άκλιτο και άλλοτε κλίνεται κατά το τραγούδι
- μια εξάδα με ποτήρια του ουίσκι
- πήγαμε στο μπαρ και ήπιαμε δυο τρία ουίσκια ο καθένας
Μεταφράσεις
ουίσκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.