whiskey

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

whiskey < (άμεσο δάνειο) ιρλανδική γαελική uisce beatha < σκωτική γαελική uisge-beatha (νερό της ζωής)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈwɪski/
τυπογραφικός συλλαβισμός: whiskey

Ουσιαστικό

whiskey (en) (πληθυντικός whiskeys ή whiskies)

  1. (ποτό) το ουίσκι
  2. το γράμμα W στο φωνητικό αλφάβητο του NATO

Συνώνυμα

Αναφορές

  1. whiskey - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.