ηδύοσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηδύοσμος οι ηδύοσμοι
      γενική του ηδύοσμου των ηδύοσμων
    αιτιατική τον ηδύοσμο τους ηδύοσμους
     κλητική ηδύοσμε ηδύοσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδύοσμος < αρχαία ελληνική ἡδύοσμος

Ουσιαστικό

ηδύοσμος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.