οσμομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσμομετρία οι οσμομετρίες
      γενική της οσμομετρίας των οσμομετριών
    αιτιατική την οσμομετρία τις οσμομετρίες
     κλητική οσμομετρία οσμομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οσμομετρία < οσμή + -ο- + -μετρία

Ουσιαστικό

οσμομετρία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.