ὀσμή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀσμή αἱ ὀσμαί
      γενική τῆς ὀσμῆς τῶν ὀσμῶν
      δοτική τῇ ὀσμ ταῖς ὀσμαῖς
    αιτιατική τὴν ὀσμήν τὰς ὀσμᾱ́ς
     κλητική ! ὀσμή ὀσμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀσμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὀσμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀσμή < θέμα ὀδ- (ομηρικός τύπος ὀδμή) με απλοποιηση συμπλέγματος ὀδ-σμᾱ, θέμα που συναντάμε και στο ὄζω[1] < πρωτοελληνική *óďďō < *h₃ed-ye-, < *h₃ed- (όζω, μυρίζω)

Ουσιαστικό

ὀσμή θηλυκό

  1. η οσμή
  2. η όσφρηση
     συνώνυμα: ὄσφρησις

  • αττικός τύπος του ὀδμή

Συγγενικά

(Χρειάζεται όλα τα οσμ-)

Αναφορές

  1. οσμή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.