οσμιδρωσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οσμιδρωσία | οι | οσμιδρωσίες |
| γενική | της | οσμιδρωσίας | των | οσμιδρωσιών |
| αιτιατική | την | οσμιδρωσία | τις | οσμιδρωσίες |
| κλητική | οσμιδρωσία | οσμιδρωσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οσμιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osmidrosis + -σία < αρχαία ελληνική ὀσμή + ελληνιστική κοινή ἵδρωσις
Μεταφράσεις
οσμιδρωσία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.