ανοσμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανοσμία | οι | ανοσμίες |
| γενική | της | ανοσμίας | των | ανοσμιών |
| αιτιατική | την | ανοσμία | τις | ανοσμίες |
| κλητική | ανοσμία | ανοσμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανοσμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anosmia < αρχαία ελληνική ἄνοσμος < ὀσμή. Αναλύεται σε αν- (στερητικό α-) + οσμ(ή) + -ία. Δείτε και αοσμία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.noˈzmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νο‐σμί‐α
Ουσιαστικό
ανοσμία θηλυκό
- (ιατρική) ελλιπής ή δυσχερής αίσθηση της οσμής
- ※ Ο Τζέιμς Λόγκαν της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου χαρακτηρίζει σημαντική τη νέα μελέτη που εντόπισε ποιες ακριβώς χημικές ουσίες δημιουργούν ανοσμία στα κουνούπια. «Αν μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο αντικουνουπικό, που να είναι πιο αποτελεσματικό, να διαρκεί περισσότερο χρόνο και να είναι χαμηλού κόστους, αυτό θα προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στους ταξιδιώτες και σε όσους ανθρώπους ζουν σε περιοχές όπου ενδημούν ασθένειες», τονίζει. Επισημαίνει όμως ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια, ώσπου να βγει στην αγορά ένα τέτοιο προϊόν. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οσμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.