οσμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
οσμίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) μυρίζω, οσφραίνομαι
- (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι
- (μεταφορικά) υποπτεύομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οσμή
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οσμίζομαι | οσμιζόμουν(α) | θα οσμίζομαι | να οσμίζομαι | ||
| β' ενικ. | οσμίζεσαι | οσμιζόσουν(α) | θα οσμίζεσαι | να οσμίζεσαι | (οσμίζου) | |
| γ' ενικ. | οσμίζεται | οσμιζόταν(ε) | θα οσμίζεται | να οσμίζεται | ||
| α' πληθ. | οσμιζόμαστε | οσμιζόμαστε οσμιζόμασταν |
θα οσμιζόμαστε | να οσμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | οσμίζεστε | οσμιζόσαστε οσμιζόσασταν |
θα οσμίζεστε | να οσμίζεστε | (οσμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | οσμίζονται | οσμίζονταν οσμιζόντουσαν |
θα οσμίζονται | να οσμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οσμίστηκα | θα οσμιστώ | να οσμιστώ | οσμιστεί | ||
| β' ενικ. | οσμίστηκες | θα οσμιστείς | να οσμιστείς | οσμίσου | ||
| γ' ενικ. | οσμίστηκε | θα οσμιστεί | να οσμιστεί | |||
| α' πληθ. | οσμιστήκαμε | θα οσμιστούμε | να οσμιστούμε | |||
| β' πληθ. | οσμιστήκατε | θα οσμιστείτε | να οσμιστείτε | οσμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | οσμίστηκαν οσμιστήκαν(ε) |
θα οσμιστούν(ε) | να οσμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω οσμιστεί | είχα οσμιστεί | θα έχω οσμιστεί | να έχω οσμιστεί | οσμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις οσμιστεί | είχες οσμιστεί | θα έχεις οσμιστεί | να έχεις οσμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει οσμιστεί | είχε οσμιστεί | θα έχει οσμιστεί | να έχει οσμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε οσμιστεί | είχαμε οσμιστεί | θα έχουμε οσμιστεί | να έχουμε οσμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε οσμιστεί | είχατε οσμιστεί | θα έχετε οσμιστεί | να έχετε οσμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν οσμιστεί | είχαν οσμιστεί | θα έχουν οσμιστεί | να έχουν οσμιστεί | ||
Μεταφράσεις
οσμίζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.