υπεροσμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεροσμία | οι | υπεροσμίες |
| γενική | της | υπεροσμίας | των | υπεροσμιών |
| αιτιατική | την | υπεροσμία | τις | υπεροσμίες |
| κλητική | υπεροσμία | υπεροσμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεροσμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperosmia < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ὀσμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.