δύσοσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύσοσμος η δύσοσμη το δύσοσμο
      γενική του δύσοσμου της δύσοσμης του δύσοσμου
    αιτιατική τον δύσοσμο τη δύσοσμη το δύσοσμο
     κλητική δύσοσμε δύσοσμη δύσοσμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύσοσμοι οι δύσοσμες τα δύσοσμα
      γενική των δύσοσμων των δύσοσμων των δύσοσμων
    αιτιατική τους δύσοσμους τις δύσοσμες τα δύσοσμα
     κλητική δύσοσμοι δύσοσμες δύσοσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δύσοσμος < αρχαία ελληνική δύσοσμος < δυσ- + ὀσμή

Επίθετο

δύσοσμος, -η, ο

  • που έχει δυσάρεστη οσμή
    Ο Εθνικός Βοτανικός Κήπος του Βελγίου παραμένει ανοιχτός μέχρι αργά το βράδυ, ώστε να δώσει στους επισκέπτες την ευκαιρία να δουν από κοντά ένα από τα σπανιότερα και πιο δύσοσμα λουλούδια του κόσμου. Το Titan Arum ( επιστημονική ονομασία amorphopohallus titanum)... (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.