υποσμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποσμία οι υποσμίες
      γενική της υποσμίας των υποσμιών
    αιτιατική την υποσμία τις υποσμίες
     κλητική υποσμία υποσμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποσμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyposmia < αρχαία ελληνική ὑπό + ὀσμή

Ουσιαστικό

υποσμία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.