προμεσονύκτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προμεσονύκτιος | η | προμεσονύκτια | το | προμεσονύκτιο |
| γενική | του | προμεσονύκτιου | της | προμεσονύκτιας | του | προμεσονύκτιου |
| αιτιατική | τον | προμεσονύκτιο | την | προμεσονύκτια | το | προμεσονύκτιο |
| κλητική | προμεσονύκτιε | προμεσονύκτια | προμεσονύκτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προμεσονύκτιοι | οι | προμεσονύκτιες | τα | προμεσονύκτια |
| γενική | των | προμεσονύκτιων | των | προμεσονύκτιων | των | προμεσονύκτιων |
| αιτιατική | τους | προμεσονύκτιους | τις | προμεσονύκτιες | τα | προμεσονύκτια |
| κλητική | προμεσονύκτιοι | προμεσονύκτιες | προμεσονύκτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προμεσονύκτιος < προ- + μεσονύκτιος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προμεσονύκτιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.