αμαυρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαυρός η αμαυρή το αμαυρό
      γενική του αμαυρού της αμαυρής του αμαυρού
    αιτιατική τον αμαυρό την αμαυρή το αμαυρό
     κλητική αμαυρέ αμαυρή αμαυρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαυροί οι αμαυρές τα αμαυρά
      γενική των αμαυρών των αμαυρών των αμαυρών
    αιτιατική τους αμαυρούς τις αμαυρές τα αμαυρά
     κλητική αμαυροί αμαυρές αμαυρά
Θηλυκό και σε από την αρχαία μορφή ἀμαυρά.
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμαυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμαυρός

Επίθετο

αμαυρός, -ή, -ό (και θηλυκό -ά, αρχαιοπρεπές)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.