αμαυρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμαυρός | η | αμαυρή | το | αμαυρό |
| γενική | του | αμαυρού | της | αμαυρής | του | αμαυρού |
| αιτιατική | τον | αμαυρό | την | αμαυρή | το | αμαυρό |
| κλητική | αμαυρέ | αμαυρή | αμαυρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμαυροί | οι | αμαυρές | τα | αμαυρά |
| γενική | των | αμαυρών | των | αμαυρών | των | αμαυρών |
| αιτιατική | τους | αμαυρούς | τις | αμαυρές | τα | αμαυρά |
| κλητική | αμαυροί | αμαυρές | αμαυρά | |||
| Θηλυκό και σε -ά από την αρχαία μορφή ἀμαυρά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμαυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμαυρός
Συγγενικά
- αμαυρά
- αμαυρότητα
- αμαυρόχρωμος
- αμαύρωμα
- αμαυρωμένος
- αμαυρώνω
- αμαύρωση
- αμαυρωτής
- αμαυρωτικός
- → δείτε και τη λέξη μαύρος
Πηγές
- αμαυρός, -ή, -ό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «αμαυρός, -ή, -ό» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.