θήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰwer-. Συγγενές με το λατινικό fera.

Ουσιαστικό

θήρ αρσενικό (αιολικός τύπος φήρ και θεσσαλικός φείρ)

Συγγενικά

  • -θήρας Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -θήρας στο Βικιλεξικό
  • ἀθήρατος
  • ἀθήρευτος
  • αἰγοθηρικός
  • ἀποθηρευτής
  • ἀρτίθηρος
  • δυσθήρατος
  • δυσθήρευτος
  • ἐκθηρεύω
  • ἔνθηρος
  • θηρίον & συγγενικά
  • θήρα
  • θηριόομαι-θηριοῦμαι
  • θηρίωσις
  • θηρίωμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.