νόθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νόθος | η | νόθη & νόθα |
το | νόθο |
| γενική | του | νόθου | της | νόθης & νόθας |
του | νόθου |
| αιτιατική | τον | νόθο | τη | νόθη & νόθα |
το | νόθο |
| κλητική | νόθε | νόθη & νόθα |
νόθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νόθοι | οι | νόθες | τα | νόθα |
| γενική | των | νόθων | των | νόθων | των | νόθων |
| αιτιατική | τους | νόθους | τις | νόθες | τα | νόθα |
| κλητική | νόθοι | νόθες | νόθα | |||
| Κατηγορία όπως «λάγνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νόθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόθος [1]
Επίθετο
νόθος -η/(-α)-ο
- ο εξώγαμος
- που αποδίδεται εσφαλμένα σε κάποιο συγγραφέα, όντας ψευδεπίγραφο ή με σκοπό την εξαπάτηση
- ασαφής, συγκεχυμένος, παραπλανητικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- νόθες πλευρές
- νόθο κλάσμα
- νόθες δίφθογγοι
- νόθο σύνθετο: η σύνθετη λέξη της οποίας το πρώτο συνθετικό είναι μια πτώση ενός ονόματος. Π.χ. πασίγνωστος, δορίκτητος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- νόθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νόθος | ἡ | νόθη & νόθος |
τὸ | νόθον |
| γενική | τοῦ | νόθου | τῆς | νόθης & νόθου |
τοῦ | νόθου |
| δοτική | τῷ | νόθῳ | τῇ | νόθῃ & νόθῳ |
τῷ | νόθῳ |
| αιτιατική | τὸν | νόθον | τὴν | νόθην & νόθον |
τὸ | νόθον |
| κλητική ὦ! | νόθε | νόθη & νόθε |
νόθον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νόθοι | αἱ | νόθαι & νόθοι |
τὰ | νόθᾰ |
| γενική | τῶν | νόθων | τῶν | νόθων & νόθων |
τῶν | νόθων |
| δοτική | τοῖς | νόθοις | ταῖς | νόθαις & νόθοις |
τοῖς | νόθοις |
| αιτιατική | τοὺς | νόθους | τὰς | νόθᾱς & νόθους |
τὰ | νόθᾰ |
| κλητική ὦ! | νόθοι | νόθαι & νόθοι |
νόθᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νόθω | τὼ | νόθᾱ & νόθω |
τὼ | νόθω |
| γεν-δοτ | τοῖν | νόθοιν | τοῖν | νόθαιν & νόθοιν |
τοῖν | νόθοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νόθος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
νόθος -η/(-ος) -ον
Αντώνυμα
Συγγενικά
- νόθως (επίρρημα)
Πηγές
- νόθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νόθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.