κίβδηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κίβδηλος | η | κίβδηλη | το | κίβδηλο |
| γενική | του | κίβδηλου | της | κίβδηλης | του | κίβδηλου |
| αιτιατική | τον | κίβδηλο | την | κίβδηλη | το | κίβδηλο |
| κλητική | κίβδηλε | κίβδηλη | κίβδηλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κίβδηλοι | οι | κίβδηλες | τα | κίβδηλα |
| γενική | των | κίβδηλων | των | κίβδηλων | των | κίβδηλων |
| αιτιατική | τους | κίβδηλους | τις | κίβδηλες | τα | κίβδηλα |
| κλητική | κίβδηλοι | κίβδηλες | κίβδηλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κίβδηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίβδηλος[1] < κίβδος (σκουριά με την οποία νόθευαν το χρυσό)[2]
Επίθετο
κίβδηλος -η -ο
- νόμισμα, ιδιαίτερα μεταλλικό - κέρμα, που είναι προϊόν παραχάραξης, μη γνήσιο, πλαστό
- ↪ Οι λίρες που ήθελαν να μας πουλήσουν ήταν κίβδηλες.
- (μεταφορικά) για οτιδήποτε παρουσιάζει εξωτερικά μια ψευδή και παραπλανητική εικόνα ενώ στην πραγματικότητα στερείται αξίας
- ↪ Μπορεί να σου εμπνέει σεβασμό και σιγουριά, αλλά μην τον εμπιστεύεσαι. Είναι κίβδηλος άνθρωπος.
- ↪ Τα ιδανικά τους ακούγονταν όμορφα κι ήταν ελκυστικά, αλλά αποδείχτηκαν στην πράξη κίβδηλα.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακίβδηλα
- ακίβδηλος
- ακιβδήλως
- κιβδηλεύω
- κιβδηλία
- κιβδηλοποιείο
- κιβδηλοποιία
- κιβδηλοποιός
- κιβδηλότητα
- κιβδηλοφανής
- κιβδηλώνω
Μεταφράσεις
κίβδηλος
Αναφορές
- κίβδηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τόμ. Α΄ (Αθήνα 1901), σ. 77 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.