bastard
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
bastard (en)
- το νόθο (εξώγαμο) παιδί, ο μπάσταρδος
- παιδί αγνώστου πατρός
- προϊόν διασταύρωσης δύο διαφορετικών ειδών (υβρίδιο) ή φυλών
- (υβριστικό) μπάσταρδος
- (χαϊδευτικά μεταξύ φίλων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.