bastard

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

bastard (en)

  1. το νόθο (εξώγαμο) παιδί, ο μπάσταρδος
    • παιδί αγνώστου πατρός
  2. προϊόν διασταύρωσης δύο διαφορετικών ειδών (υβρίδιο) ή φυλών
  3. (υβριστικό) μπάσταρδος
  4. (χαϊδευτικά μεταξύ φίλων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.