συντοπίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συντοπίτης οι συντοπίτες
      γενική του συντοπίτη των συντοπιτών
    αιτιατική τον συντοπίτη τους συντοπίτες
     κλητική συντοπίτη συντοπίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντοπίτης < συν- + τόπος + -ίτης

Ουσιαστικό

συντοπίτης αρσενικό και συντοπίτισσα θηλυκό

  • αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με κάποιον άλλον

Υπερώνυμα

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.