ντοπιολαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντοπιολαλιά οι ντοπιολαλιές
      γενική της ντοπιολαλιάς των ντοπιολαλιών
    αιτιατική την ντοπιολαλιά τις ντοπιολαλιές
     κλητική ντοπιολαλιά ντοπιολαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντοπιολαλιά < ντόπι(ος) + -ο- + λαλιά

Προφορά

ΔΦΑ : /do.pi.o.laˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντοπιολαλιά

Ουσιαστικό

ντοπιολαλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.