νταβαντούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νταβαντούρι | τα | νταβαντούρια |
| γενική | του | νταβαντουριού | των | νταβαντουριών |
| αιτιατική | το | νταβαντούρι | τα | νταβαντούρια |
| κλητική | νταβαντούρι | νταβαντούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Η γενική αδόκιμη. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
νταβαντούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tevatür (διάδοση) + -ι με ηχηροποίηση [t] > [d] κατά το τομάτα > ντομάτα[1] < αραβική تواتر tawātur
Προφορά
- ΔΦΑ : /da.vaˈdu.ɾi/
Ουσιαστικό
νταβαντούρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
νταβαντούρι
|
|
Αναφορές
- νταβαντούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.