χαμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαμός | οι | χαμοί |
| γενική | του | χαμού | των | χαμών |
| αιτιατική | τον | χαμό | τους | χαμούς |
| κλητική | χαμέ | χαμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χαμός αρσενικό
- χάσιμο, απώλεια
- (ειδικότερα) ο θάνατος
- ο πρόσφατος χαμός του γιου τους προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση
- (οικείο) φασαρία ή μεγάλη αναστάτωση ή μεγάλη ανακατωσούρα
- στο σπίτι του επικρατούσε πάντα ένας χαμός
- πήγα τους βαθμούς στο σπίτι και έγινε χαμός
Εκφράσεις
- γίνεται χαμός → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
- ο χαμός (με έμφαση στο άρθρο): το σώσε, το έλα να δεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.