χαμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμός οι χαμοί
      γενική του χαμού των χαμών
    αιτιατική τον χαμό τους χαμούς
     κλητική χαμέ χαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χαμός αρσενικό

  1. χάσιμο, απώλεια
  2. (ειδικότερα) ο θάνατος
    ο πρόσφατος χαμός του γιου τους προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση
  3. (οικείο) φασαρία ή μεγάλη αναστάτωση ή μεγάλη ανακατωσούρα
    στο σπίτι του επικρατούσε πάντα ένας χαμός
    πήγα τους βαθμούς στο σπίτι και έγινε χαμός

Υποκοριστικά

Εκφράσεις

  • γίνεται χαμός δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
  • ο χαμός (με έμφαση στο άρθρο): το σώσε, το έλα να δεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.