ησυχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ησυχία οι ησυχίες
      γενική της ησυχίας
    αιτιατική την ησυχία τις ησυχίες
     κλητική ησυχία ησυχίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ησυχία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡσυχία

Ουσιαστικό

ησυχία θηλυκό

  1. απουσία δυνατών ήχων ή φασαρίας
  2. ηρεμία
    θέλω την ησυχία μου!

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.