γούστο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γούστο τα γούστα
      γενική του γούστου των γούστων
    αιτιατική το γούστο τα γούστα
     κλητική γούστο γούστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γούστο < (άμεσο δάνειο) βενετική gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)

Ουσιαστικό

γούστο ουδέτερο

  • η αντίληψη που έχει κάποιος για αισθητικά ζητήματα ή θέματα σχετικά με το ωραίο
έχει καλό γούστο στο φαγητό
καθένας με τα γούστα του
  • η καλλιεργημένη κι εκλεπτυσμένη αισθητική
είναι άνθρωπος με γούστο

Εκφράσεις

  • έχει γούστο!: για κάτι ανεπιθύμητο που μόλις έχομε σκεφτεί
  • μη μου χαλάς τα γούστα: μη μου χαλάς τη διάθεση
  • χάριν γούστου: για απλή ευχαρίστηση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.