σαματάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαματάς | οι | σαματάδες |
| γενική | του | σαματά | των | σαματάδων |
| αιτιατική | τον | σαματά | τους | σαματάδες |
| κλητική | σαματά | σαματάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαματάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική şamata < αραβική شماتة (šamāta)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.maˈtas/
Συνώνυμα
- το πατιρντί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.