νοσηρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσηρός η νοσηρή το νοσηρό
      γενική του νοσηρού της νοσηρής του νοσηρού
    αιτιατική τον νοσηρό τη νοσηρή το νοσηρό
     κλητική νοσηρέ νοσηρή νοσηρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσηροί οι νοσηρές τα νοσηρά
      γενική των νοσηρών των νοσηρών των νοσηρών
    αιτιατική τους νοσηρούς τις νοσηρές τα νοσηρά
     κλητική νοσηροί νοσηρές νοσηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοσηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νοσηρός[1] < νόσ(ος) + -ηρός

Επίθετο

νοσηρός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί αρρώστια, επιβλαβής
  2. (μεταφορικά) υπερβολικός, αφύσικος[1]
    νοσηρή αγάπη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νοσηρός νοσηρᾱ́ τὸ νοσηρόν
      γενική τοῦ νοσηροῦ τῆς νοσηρᾶς τοῦ νοσηροῦ
      δοτική τῷ νοσηρ τῇ νοσηρ τῷ νοσηρ
    αιτιατική τὸν νοσηρόν τὴν νοσηρᾱ́ν τὸ νοσηρόν
     κλητική ! νοσηρέ νοσηρᾱ́ νοσηρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νοσηροί αἱ νοσηραί τὰ νοσηρᾰ́
      γενική τῶν νοσηρῶν τῶν νοσηρῶν τῶν νοσηρῶν
      δοτική τοῖς νοσηροῖς ταῖς νοσηραῖς τοῖς νοσηροῖς
    αιτιατική τοὺς νοσηρούς τὰς νοσηρᾱ́ς τὰ νοσηρᾰ́
     κλητική ! νοσηροί νοσηραί νοσηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νοσηρώ τὼ νοσηρᾱ́ τὼ νοσηρώ
      γεν-δοτ τοῖν νοσηροῖν τοῖν νοσηραῖν τοῖν νοσηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοσηρός < νόσ(ος) + -ηρός

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.