νοσηρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσηρότητα οι νοσηρότητες
      γενική της νοσηρότητας των νοσηροτήτων
    αιτιατική τη νοσηρότητα τις νοσηρότητες
     κλητική νοσηρότητα νοσηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοσηρότητα < νοσηρός + -ότητα

Ουσιαστικό

νοσηρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του νοσηρού
  2. το σύνολο ατόμων που νοσούν από κάτι σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.