νοσηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νοσηρότητα | οι | νοσηρότητες |
| γενική | της | νοσηρότητας | των | νοσηροτήτων |
| αιτιατική | τη | νοσηρότητα | τις | νοσηρότητες |
| κλητική | νοσηρότητα | νοσηρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νοσηρότητα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.