νηστεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νηστεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νηστεύω [1]

Ρήμα

νηστεύω, αόρ.: νήστεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (γενική έννοια) δεν τρώω
    νηστεύω το κρέας
  2. (εκκλησιαστικός όρος) δεν τρώω ορισμένα φαγώσιμα σε μερικές προκαθορισμένες εποχές
     συνώνυμα: κάνω νηστεία
  3. (αμετάβατο) δίνω σε κάποιον νηστίσιμα φαγητά
    νηστεύω τον γιο μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

νηστεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νηστεύω

Ρήμα

νηστεύω

  1. μένω νηστικός
  2. απέχω από τροφή
  3. (θρησκεία) μένω νηστικός για θρησκευτικούς λόγους
  4. (εκκλησιαστικός όρος) τηρώ την καθορισμένη νηστεία της εκκλησίας
  5. (μεταφορικά) απέχω από την αμαρτία

  • νηστεύγω

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
νηστ- 
  • ἀπονηστίζω
  • ἀρχινηστίσιμος
  • ἐπινηστεύω
  • μεσονήστιμος
  • νηστεία
  • νήστευμα
  • νηστεύσιμος
  • νήστευσις
  • νηστευτέον
  • νηστευτής
  • νηστευτικός
  • νηστήμερος
  • νηστήσιμος
  • νηστιάρικος
  • νηστικός
  • νηστικῶς
  • νήστιμος
  • νηστοποσία
  • ξενηστικώνομαι
  • ὁλονήστικος
  • πολυνήστης

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νηστεύω < νῆστ(ις) (που δεν τρώεει) + -εύω.[1]  δείτε και  νη-

Ρήμα

νηστεύω

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.