απανεμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απανεμιά | οι | απανεμιές |
| γενική | της | απανεμιάς | των | απανεμιών |
| αιτιατική | την | απανεμιά | τις | απανεμιές |
| κλητική | απανεμιά | απανεμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απανεμιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπανεμιά / ἀπανεμία < ἀπάνεμος.[1] Δείτε (από) απ- + άνεμ(ος) + ιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pa.neˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐νε‐μιά
Ουσιαστικό
απανεμιά θηλυκό
Αναφορές
- απανεμιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «ἀπανεμιά» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.