απανεμιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απανεμιά οι απανεμιές
      γενική της απανεμιάς των απανεμιών
    αιτιατική την απανεμιά τις απανεμιές
     κλητική απανεμιά απανεμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απανεμιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπανεμιά / ἀπανεμία < ἀπάνεμος.[1] Δείτε (από) απ- + άνεμ(ος) + ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pa.neˈmɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απανεμιά

Ουσιαστικό

απανεμιά θηλυκό

  1. νηνεμία [2][3]
  2. τόπος που προφυλάσσεται από ανέμους
    μες στην απανεμιά του Ζα (βουνό Νάξου), ξεκουδουνώσανε τα ζά (αιγοπρόβατα) (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
     συνώνυμα:απάγκιο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. απανεμιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. «ἀπανεμιά» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.