άπνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άπνοια | οι | άπνοιες |
| γενική | της | άπνοιας | των | απνοιών |
| αιτιατική | την | άπνοια | τις | άπνοιες |
| κλητική | άπνοια | άπνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άπνοια < αρχαία ελληνική ἄπνοια < στερητικό ἀ- + πνοή
- άπνοια < νεολατινική apnoea < στερητικό a- + αρχαία ελληνική πνοή
Ουσιαστικό
άπνοια θηλυκό
Μεταφράσεις
άπνοια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.