απουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απουσία | οι | απουσίες |
| γενική | της | απουσίας | των | απουσιών |
| αιτιατική | την | απουσία | τις | απουσίες |
| κλητική | απουσία | απουσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απουσία < αρχαία ελληνική ἀπουσία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.puˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐που‐σί‐α
Ουσιαστικό
απουσία θηλυκό
- το να μην παρευρίσκεται κάποιος ή κάτι εκεί όπου θα έπρεπε ή όπου θα αναμενόταν να είναι
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.