νεύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεύρωση οι νευρώσεις
      γενική της νεύρωσης* των νευρώσεων
    αιτιατική τη νεύρωση τις νευρώσεις
     κλητική νεύρωση νευρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεύρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névrose < αρχαία ελληνική νεῦρ(ον) + -ose < -ωσις < -ωση.
σημασία: διάταξη ινών φύλλων < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nervure[1]

Ουσιαστικό

νεύρωση θηλυκό

  1. (ψυχολογία) παθολογική διαταραχή της ψυχικής κατάστασης που όμως δεν σχετίζεται με αλλοιώσεις ή παθήσεις του νευρικού συστήματος (δείτε ψύχωση). Εκδηλώνεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα (εφίδρωση, ταχυπαλμία, αϋπνία, κ.λπ.)
  2. (βοτανική) η διάταξη των ινών των φύλλων των φυτών
  3. (τεχνολογία) κάθε διάταξη που μοιάζει με εκείνην των νεύρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.