νευροπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νευροπάθεια | οι | νευροπάθειες |
| γενική | της | νευροπάθειας | των | νευροπαθειών |
| αιτιατική | τη | νευροπάθεια | τις | νευροπάθειες |
| κλητική | νευροπάθεια | νευροπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νευροπάθεια < μεσαιωνική ελληνική νευροπάθεια (τενοντίτιδα)[1] [2] < αρχαία ελληνική νεῦρον + πάσχω((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική névropathie[2] [3] / neuropathie[2] [3] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική neuropathy[2])
Ουσιαστικό
νευροπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) οποιαδήποτε ασθένεια του περιφερικού νευρικού συστήματος
- ※ Η αυτόνομη νευροπάθεια είναι μια διαταραχή των νεύρων που επηρεάζει τις ακούσιες λειτουργίες του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του καρδιακού ρυθμού, της αρτηριακής πίεσης, της εφίδρωσης και της πέψης.
- (κατ’ επέκταση, καταχρηστικά) ψυχοπάθεια
Συγγενικά
- νευροπαθές
- νευροπαθής
- νευροπαθητικός
- νευροπαθολογία
- νευροπαθολογικά
- νευροπαθολογικός
- νευροπαθολογικώς
- νευροπαθολόγος
- νευρόπαθος
- πολυνευροπάθεια
- → δείτε τις λέξεις νεύρο, πάθος και πάσχω
-
neuropathy στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
νευροπάθεια
- νευροπάθεια - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- νευροπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νευροπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.