νευροφυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροφυτικός η νευροφυτική το νευροφυτικό
      γενική του νευροφυτικού της νευροφυτικής του νευροφυτικού
    αιτιατική τον νευροφυτικό τη νευροφυτική το νευροφυτικό
     κλητική νευροφυτικέ νευροφυτική νευροφυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροφυτικοί οι νευροφυτικές τα νευροφυτικά
      γενική των νευροφυτικών των νευροφυτικών των νευροφυτικών
    αιτιατική τους νευροφυτικούς τις νευροφυτικές τα νευροφυτικά
     κλητική νευροφυτικοί νευροφυτικές νευροφυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νευροφυτικός < νεύρον+φυτικός

Επίθετο

νευροφυτικός, -ης, -ες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.