πάθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πάθηση | οι | παθήσεις |
| γενική | της | πάθησης* | των | παθήσεων |
| αιτιατική | την | πάθηση | τις | παθήσεις |
| κλητική | πάθηση | παθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάθηση < αρχαία ελληνική πάθησις < πάσχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική affection)
Ουσιαστικό
πάθηση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.